растратить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

растратить - translation to πορτογαλικά


растратить      
(израсходовать) gastar ; desperdiçar , (неразумно) dissipar ; (незаконно) desfalcar ; {перен.} malbaratar , malgastar , dissipar
enforcar a mesada      
растратить получку
enforcar a mesada      
растратить получку

Ορισμός

растратить
РАСТР'АТИТЬ, растрачу, растратишь, ·совер.растрачивать
), что.
1. Израсходовать, потратить.
2. Израсходовать с корыстной целью доверенные деньги, имущество. "Он растратил на службе чужие деньги." Чехов.
3. перен. Потерять, утратить. Растратить здоровье. "Нет, я души не растрачу моей на муравьиной работе людей." Некрасов.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για растратить
1. - Растратить зазря физическую силу все мужчины боялись.
2. Поэтому просто растратить незаработанное было бы глупо.
3. "Как Ходорковский мог растратить свои же средства?
4. Кроме того, продавец может растратить деньги или сказать, что растратил.
5. Стоит ли вообще их держать, может лучше растратить?